• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rogation n usually plural (religion: solemn supplication) (εκκλησία)παράκληση ουσ θηλ
Rogation Days,
Rogation Week
n
(religion: days before Ascension Day)μέρες παρακλήσεων πριν της Αναλήψεως περίφρ
rogation n (ancient Rome: law passed by the people)νομοσχέδιο που τίθεται υπό την κρίση του λαού στην αρχαία Ρώμη
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
rogation n (ancient Rome: proposal of a rogation)πρόταση νομοσχεδίου που τίθεται υπό την κρίση του λαού στην αρχαία Ρώμη
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'rogation' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rogation στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rogation».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!