• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: rinsing, rinse

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rinsing n (act of flushing with a liquid)ξέπλυμα, ξέβγαλμα ουσ ουδ
  (επίσημο)έκπλυση ουσ θηλ
 When washing your hair, thorough rinsing is essential to remove all the shampoo.
rinsing n usually plural (liquid that [sth] was rinsed in)απόνερα ουσ ουδ πλ
 The painter cleans her brushes in turps and pours the rinsings into a jar.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rinse [sth] vtr (wash soap from)ξεπλένω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεβγάζω ρ μ
 After washing the dishes in hot, soapy water, Helen rinses them under the tap.
 Αφού έπλυνε τα πιάτα με ζεστό νερό και σαπουνάδα, η Χέλεν τα ξέπλυνε κάτω από τη βρύση.
rinse [sth] vtr (wash without soap)ξεπλένω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεβγάζω ρ μ
 Bill rinsed his glass under the tap.
 Ο Μπιλ ξέπλυνε το ποτήρι στον νεροχύτη.
rinse [sth] from [sth],
rinse [sth] off [sth]
vtr + prep
(wash away)ξεβγάζω κτ από κτ ρ μ +πρόθ
  ξεπλένω κτ από κτ ρ μ + πρόθ
 Edward rinses the dye from his hair.
 Zoe uses the hosepipe to rinse the soap suds off the car.
 Ο Έντουαρντ ξεβγάζει τη βαφή από τα μαλλιά του.
rinse n (wash to remove soap)ξέπλυμα, ξέβγαλμα ουσ ουδ
 A final rinse is necessary to remove the last traces of soap.
 Ένα τελικό ξέπλυμα (or: ξέβγαλμα) είναι απαραίτητο για να απομακρυνθούν και τα τελευταία ίχνη σαπουνιού.
rinse n (mouthwash)στοματικό διάλυμα επίθ + ουσ ουδ
 Carl brushes his teeth and then uses a rinse.
 Ο Καρλ πλένει τα δόντια του και μετά χρησιμοποιεί στοματικό διάλυμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rinse n (hair colorant)χρωμοσαμπουάν ουσ ουδ άκλ
 Evelyn is going to the hairdresser's for a rinse.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
rinse | rinsing
ΑγγλικάΕλληνικά
rinse [sth] out,
rinse out [sth]
vtr phrasal sep
(wash clear)ξεπλένω, ξεβγάζω ρ μ
 Do you mind rinsing out the sink? It's a bit greasy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'rinsing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rinsing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rinsing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!