• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
revel in [sth] vi + prep (enjoy greatly) (καθομιλουμένη)καταχαίρομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά)πανηγυρίζω ρ μ
 The small boy revelled in the rare praise from his strict teacher.
revels npl (merrymaking)γλέντι, ξεφάντωμα ουσ ουδ
  γιορτή ουσ θηλ
  (μεταφορικά)πανηγύρι ουσ ουδ
 The whole village joined in the revels.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
revel vi (enjoy yourself)το διασκεδάζω, το γλεντάω έκφρ
  (μεταφορικά)του δίνω και καταλαβαίνει έκφρ
  περνάω καλά έκφρ
 Victoria and her friends reveled for hours at the festival.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reveling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reveling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!