respectful

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪˈspɛktfʊl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/rɪˈspɛktfəl/ ,USA pronunciation: respelling(ri spektfəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
respectful adj (person: showing, feeling respect)που δείχνει σεβασμό περίφρ
  (παλαιό)σεβαστικός επίθ
 The children never learned to be respectful towards their elders.
 Τα παιδιά δεν έμαθαν ποτέ να δείχνουν σεβασμό στους μεγαλύτερους.
respectful adj (gesture, act: showing respect)γεμάτος σεβασμό περίφρ
 The TV audience kept a respectful silence while the woman spoke of her grief.
 Οι θεατές της εκπομπής σιώπησαν γεμάτοι σεβασμό ενόσω η γυναίκα εξιστορούσε τη θλίψη της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'respectful' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a respectful [boy, girl, child, student], be respectful to your [parents, teacher, elders], be respectful [when, while], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση respectful στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «respectful».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!