• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
renouncement n (giving up or abandoning [sth])απάρνηση ουσ θηλ
  αποποίηση ουσ θηλ
  παραίτηση ουσ θηλ
Σχόλιο: Οι όροι απάρνηση και αποποίηση συντάσσονται με γενική (απάρνηση της ιδεολογίας, αποποίηση του δικαιώματος), ενώ ο όρος παραίτηση συντάσσεται με από και αιτιατική (παραίτηση από το δικαίωμα).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση renouncement στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «renouncement».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!