• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: relayed, relay

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
relayed adj (information: conveyed)που μεταδίδεται, που μεταφέρεται περίφρ
 The relayed message made no sense.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
relay n (sports: relay race)σκυταλοδρομία ουσ θηλ
 Philip and his team mates are taking part in the 400 m relay.
 Ο Φίλιπ και οι συμπαίκτες του συμμετέχουν στη σκυταλοδρομία των 400 μ.
relay n (electrical device)ρελέ ουσ ουδ άκλ
  (επίσημο)ηλεκτρονόμος ουσ αρσ
relay [sth] vtr (pass on: information)μεταφέρω ρ μ
  προωθώ ρ μ
 If I give you a message for Julie, do you promise to relay it?
 Εάν σου αφήσω ένα μήνυμα για τη Τζούλι, υπόσχεσαι να της το μεταφέρεις;
relay [sth] to [sb] vtr + prep (pass on information to)μεταφέρω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  προωθώ κτ σε κπ ρ μ
 The team leader relayed the boss's message to the staff.
 Ο αρχηγός της ομάδας μετέφερε το μήνυμα του αφεντικού στο προσωπικό.
relay [sth] vtr (transmit again)επιστρέφω ρ μ
  στέλνω κτ πίσω ρ μ + επίρ
 The satellite relays the signal to the antenna.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
relay | relayed
ΑγγλικάΕλληνικά
relay race n (race in which runners take turns)σκυταλοδρομία ουσ θηλ
 I was running in a relay race when I dropped the baton.
relay runner n (sports: relay race)σκυταλοδρόμος ουσ αρσ
relay team n (athletics: group of runners)σκυταλοδρόμοι ουσ αρσ πλ
  ομάδα σκυταλοδρομίας φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'relayed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση relayed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «relayed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!