• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
relative n often plural (family member)συγγενής ουσ αρσ/θηλ
 Lindsay is my cousin, so that makes her a relative.
 I send cards to my relatives at Christmas.
 Η Λίντσεϊ είναι ξαδέρφη μου, επομένως είναι συγγενής μου. // Τα Χριστούγεννα στέλνω κάρτες στους συγγενείς μου.
relative adj (not absolute)σχετικός επίθ
  σχετικά επίρ
 Some people think it is acceptable to commit acts of relative evil in order to combat absolute evil.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η καλοσύνη είναι σχετική καθώς ο καθένας μας την κρίνει με διαφορετικά μέτρα και σταθμά.
 Ορισμένοι πιστεύουν ότι είναι αποδεκτό να κάνεις κάτι σχετικά κακό με σκοπό να αντιμετωπίσεις κάτι απόλυτα κακό.
relative adj (comparative)συγκριτικός επίθ
 Maria and Petra discussed the relative advantages of travelling by train or by air.
 Η Μαρία και η Πέτρα συζήτησαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ταξιδιού με τρένο ή με αεροπλάνο.
relative adj (compared to [sth] else)σχετικός επίθ
 The relative humidity of this climate can make it uncomfortable for those used to cooler, dryer areas.
 Η σχετική υγρασία αυτού του κλίματος μπορεί να είναι άβολη για όσους έχουν συνηθίσει πιο ψυχρές και ξηρές περιοχές.
relative to [sth] adj + prep (in proportion to)σε σχέση με κτ περίφρ
  συγκριτικά με κτ, αναλογικά με κτ επίρ + πρόθ
 His head seems too large relative to the rest of his body.
 Το κεφάλι του φαίνεται πολύ μεγάλο σε σχέση με (or: συγκριτικά με, αναλογικά με) το υπόλοιπο σώμα του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
relative to [sth/sb] adj + prep (relating to)σχετικά με κτ, αναφορικά με κτ επίρ + πρόθ
  όσον αφορά σε κτ περίφρ
 Your arguments make no sense relative to the subject we're discussing.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
blood relative n (biological relation)συγγενής εξ αίματος περίφρ
 Parents, siblings, and grandparents are all blood relatives.
distant relative n ([sb] related but not closely)μακρινός συγγενής επίθ + ουσ αρσ
relative clause n (phrase with who, which, etc.) (γραμματική)αναφορική πρόταση ουσ θηλ
 Long relative clauses should ideally be enclosed by commas.
relative humidity n (amount of moisture in the air)σχετική υγρασία ουσ θηλ
 The weather was sunny with a relative humidity of 65%.
relative pronoun n (grammar: who, what, etc.) (γραμματική)αναφορική αντωνυμία ουσ θηλ
 Relative pronouns are used to avoid repeating names of people.
specific gravity,
relative density
n
(physics)σχετική πυκνότητα επίθ + ουσ θηλ
  ειδικό βάρος επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'relatives' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση relatives στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «relatives».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!