refugee

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌrɛfjˈdʒiː/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌrɛfjʊˈdʒi, ˈrɛfjʊˌdʒi/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ref′yŏŏ jē, refyŏŏ jē′)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
refugee n (migrant seeking refuge)πρόσφυγας ουσ αρσ, ουσ θηλ
 A small community of refugees has now settled in New York.
 Μια μικρή κοινότητα προσφύγων έχει τώρα εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
refugee camp n (refugee lodging)στρατόπεδο προσφύγων φρ ως ουσ ουδ
 People went to the refugee camp to escape the war.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'refugee' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση refugee στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «refugee».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!