WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| reduction n | (lowering) | μείωση, ελάττωση ουσ θηλ |
| | | περιορισμός ουσ αρσ |
| | The reduction in interest rates has been welcomed by borrowers, but is less popular with investors. |
| | Η μείωση (or: ελάττωση) των επιτοκίων έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους δανειστές, αλλά είναι λιγότερο δημοφιλής στους επενδυτές. |
| reduction n | (in price: discount) | έκπτωση ουσ θηλ |
| | | μείωση τιμής περίφρ |
| | Shoppers can enjoy a 20% reduction on everything in store today. |
| | Σήμερα, οι πελάτες μπορούν να αγοράσουν όλα τα προϊόντα του καταστήματος με έκπτωση 20%. |
| reduction n | (printing: smaller copy) | σμίκρυνση ουσ θηλ |
| | Emily used the photocopier to produce a reduction of the poster. |
| | Η Έμιλυ χρησιμοποίησε το φωτοτυπικό μηχάνημα για να κάνει σμίκρυνση της αφίσας. |
| reduction n | (simplification) | απλοποίηση, απλούστευση ουσ θηλ |
| | The reduction of his theory to a question of good versus evil depressed the philosopher. |
| reduction n | (cooking: sauce) (ζαργκόν: μαγειρική) | reduction, ρεντουξιόν ουσ ουδ άκλ |
| | (καθομιλουμένη) | δεμένο μείγμα, δεμένη σάλτσα περίφρ |
| | After you have boiled the sauce for ten minutes, add the reduction to the other ingredients. |
| | Αφού βράσετε τη σάλτσα για δέκα λεπτά, προσθέστε το δεμένο μείγμα στα υπόλοιπα υλικά. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| reduction n | (chemistry) | αναγωγή ουσ θηλ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: