reduction

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪˈdʌkʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/rɪˈdʌkʃən/ ,USA pronunciation: respelling(ri dukshən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reduction n (lowering)μείωση, ελάττωση ουσ θηλ
  περιορισμός ουσ αρσ
 The reduction in interest rates has been welcomed by borrowers, but is less popular with investors.
 Η μείωση (or: ελάττωση) των επιτοκίων έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους δανειστές, αλλά είναι λιγότερο δημοφιλής στους επενδυτές.
reduction n (in price: discount)έκπτωση ουσ θηλ
  μείωση τιμής περίφρ
 Shoppers can enjoy a 20% reduction on everything in store today.
 Σήμερα, οι πελάτες μπορούν να αγοράσουν όλα τα προϊόντα του καταστήματος με έκπτωση 20%.
reduction n (printing: smaller copy)σμίκρυνση ουσ θηλ
 Emily used the photocopier to produce a reduction of the poster.
 Η Έμιλυ χρησιμοποίησε το φωτοτυπικό μηχάνημα για να κάνει σμίκρυνση της αφίσας.
reduction n (simplification)απλοποίηση, απλούστευση ουσ θηλ
 The reduction of his theory to a question of good versus evil depressed the philosopher.
reduction n (cooking: sauce) (ζαργκόν: μαγειρική)reduction, ρεντουξιόν ουσ ουδ άκλ
  (καθομιλουμένη)δεμένο μείγμα, δεμένη σάλτσα περίφρ
 After you have boiled the sauce for ten minutes, add the reduction to the other ingredients.
 Αφού βράσετε τη σάλτσα για δέκα λεπτά, προσθέστε το δεμένο μείγμα στα υπόλοιπα υλικά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reduction n (chemistry)αναγωγή ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
reduction in grade n (demotion) (θέση, βαθμός)υποβιβασμός ουσ αρσ
 After the scandal, he got a reduction in grade as punishment.
reduction in tax n (decrease in revenue)μείωση των φόρων ουσ θηλ
 The rise in unemployment has resulted in a reduction in tax for the government.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'reduction' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the reduction [rate, level, target], reduction [methods, programs, strategies], a [size, weight, height, time] reduction, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reduction στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reduction».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!