• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: rearing, rear

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rearing n (raising children)ανατροφή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μεγάλωμα ουσ ουδ
 The rearing of children is the responsibility of both parents.
rearing n (farming animals)εκτροφή ουσ θηλ
 The farm's main activity is the rearing of cattle.
rearing adj (horse: rising up) (άλογο)που σηκώνεται στα πίσω πόδια περίφρ
 The rearing horse caused the rider to fall off.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rear adj (at the back)πίσω επίρ ως επίθ
  (καθομιλουμένη)πισινός επίθ
  (επίσημο)οπίσθιος επίθ
 Peter put his shopping bags on the rear seat of the car.
 Ο Πίτερ έβαλε τις τσάντες με τα ψώνια στην πίσω θέση του αυτοκινήτου.
rear n (section in back)πίσω μέρος φρ ως ουσ ουδ
 The rear of the room was piled high with chairs.
 Στο πίσω μέρος του δωματίου υπήρχαν μεγάλες στοίβες από καρέκλες.
rear n (area behind)πίσω μέρος φρ ως ουσ ουδ
 Tom and Linda have a woodpile at the rear of their house.
 Ο Τομ και η Λίντα έχουν έναν σωρό από καυσόξυλα στο πίσω μέρος του σπιτιού τους.
rear [sb] vtr (raise children)ανατρέφω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μεγαλώνω ρ μ
 Chris and Margaret reared their kids to respect others.
 Ο Κρις και η Μάργκαρετ ανέθρεψαν τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους να σέβονται τους άλλους.
rear [sth] vtr (raise animals)εκτρέφω ρ μ
 Jack rears cattle on his farm.
 Ο Τζακ εκτρέφει βοοειδή στο αγρόκτημά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rear n (buttocks)οπίσθια ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)πισινός ουσ αρσ
  (παιδικό)ποπός ουσ αρσ
 Olivia hates it when men look at her rear.
rear n (military: away from fighting)τα μετόπισθεν φρ ως ουσ ουδ πλ
 Carl was relieved to learn that his son's squadron was in the rear.
rear vi (horse: rear up, rise on hind legs)σηκώνομαι στα πίσω πόδια περίφρ
 Janet was thrown when her horse reared.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
rearing | rear
ΑγγλικάΕλληνικά
child rearing n (parenting, raising of offspring)ανατροφή των παιδιών περίφρ
  (καθομιλουμένη)μεγάλωμα των παιδιών περίφρ
 Child rearing doesn't end when the children become adults, it just changes form.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'rearing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rearing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rearing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!