Ο όρος 'psychic' παραπέμπει στον όρο 'psychical'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'psychic' is cross-referenced with 'psychical'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| psychic adj | (mental) | ψυχικός επίθ |
| | We have endured much psychic pain from this ordeal. |
| | Υπομείναμε μεγάλο ψυχικό πόνο εξαιτίας αυτής της δοκιμασίας. |
psychic, psychical adj | (person: having extrasensory perception) | με μεταφυσικές ικανότητες, με μεταφυσικό χάρισμα περίφρ |
| | I don't believe for one moment she's truly psychic. |
psychic, psychical adj | (relating to such perception) | τηλεπαθητικός επίθ |
| | | παραψυχολογικός επίθ |
| | (επικοινωνία με πνεύματα) | πνευματιστικός επίθ |
| | It seems that my wife has the psychic ability to read my mind. |
| | Φαίνεται ότι η γυναίκα μου έχει την τηλεπαθητική ικανότητα να διαβάζει τη σκέψη μου. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν πιστεύουμε στα παραψυχολογικά φαινόμενα. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν ασχολείται με πνευματιστικά φαινόμενα. |
| psychic n | (medium, clairvoyant) (καθομιλουμένη) | μέντιουμ ουσ ουδ άκλ |
| | | διάμεσο ουσ ουδ |
| | A psychic told me I was going to inherit a vast fortune. |
| | Ένα μέντιουμ μού είπε ότι θα κληρονομήσω μια τεράστια περιουσία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
psychical, psychic adj | dated (mental, spiritual) | ψυχικός επίθ |