protagonist

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/prəʊˈtægənɪst/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/proʊˈtægənɪst/ ,USA pronunciation: respelling(prō tagə nist)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
protagonist n (fiction: main character) (βασικός χαρακτήρας σε έργο κλπ.)πρωταγωνιστής ουσ αρσ
  πρωταγωνίστρια ουσ θηλ
 The protagonist is an unemployed college professor.
 Η πρωταγωνίστρια είναι μια άνεργη καθηγήτρια πανεπιστημίου.
protagonist n (cause: leading figure) (ηγετική φυσιογνωμία)πρωταγωνιστής, πρωτεργάτης ουσ αρσ
  πρωταγωνίστρια, πρωτεργάτρια ουσ θηλ
 He has emerged as a protagonist in the climate change movement.
 Αναδείχτηκε πρωταγωνίστρια στην κίνηση για την κλιματική αλλαγή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'protagonist' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση protagonist στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «protagonist».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!