procurement

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/prəˈkjʊərmənt/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
procurement n (acquiring, getting)απόκτηση ουσ θηλ
 Many people are interested in the procurement of wealth.
 Πολλοί ενδιαφέρονται για την απόκτηση πλούτου.
procurement n (business: acquisition)προμήθεια ουσ θηλ
 Our company has a department to deal with procurement.
 Η εταιρεία μας έχει ένα τμήμα που ασχολείται με τις προμήθειες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: during the procurement process, a procurement [policy, strategy], the procurement [head, director, manager, officer], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση procurement στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «procurement».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!