popularity

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌpɒpjʊˈlærɪti/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌpɑpjəˈlærɪti/ ,USA pronunciation: respelling(pop′yə lari tē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
popularity n (being widely liked)δημοτικότητα ουσ θηλ
  το να είμαι δημοφιλής περίφρ
 High school students are often concerned about popularity.
 Τους μαθητές γυμνασίου συχνά τους απασχολεί η δημοτικότητά τους.
 Τους μαθητές γυμνασίου συχνά τους απασχολεί το να είναι δημοφιλείς.
popularity n (favour)αποδοχή ουσ θηλ
  δημοτικότητα ουσ θηλ
 The product enjoys great popularity among urban professionals.
 Το προϊόν έχει ευρεία αποδοχή από τους επαγγελματίες των αστικών περιοχών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'popularity' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση popularity στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «popularity».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!