• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pester,
pester [sb]
vtr
(annoy, bother)ενοχλώ ρ μ
  (πιο σοβαρό)παρενοχλώ ρ μ
 Don't pester your brother while he's studying.
 Μην ενοχλείς τον αδερφό σου ενώ μελετά.
pester [sb] for [sth] v expr (keep asking [sb] for [sth](μτφ: κάποιον για κάτι)πρήζω ρ μ
  (κάτι από κάποιον)ζητάω επίμονα ρ μ + επίρ
 The children pestered their mother for candy.
pester [sb] to do [sth] v expr (keep insisting that [sb] do [sth](μτφ: κάποιον να κάνει κάτι)πρήζω ρ μ
  (σε κάποιον να κάνει κάτι)ζητάω επίμονα ρ μ + επίρ
 The wife pestered her husband to take out the trash.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pestering' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pestering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pestering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!