pelt

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɛlt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pɛlt/ ,USA pronunciation: respelling(pelt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pelt n (animal skin)δέρμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)τομάρι ουσ ουδ
 The Native Americans used pelts to keep warm in the winter.
pelt [sb/sth] with [sth] vtr (bombard with [sth])εκσφενδονίζω κτ εναντίον κπ/κτ ρ μ + επίρ
  πετώ κτ σε κπ/κτ, εκτοξεύω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  (μεταφορικά)βομβαρδίζω κπ/κτ με κτ ρ μ + πρόθ
 The angry crowd began to pelt the police officers with rocks.
pelt [sb/sth] vtr (bombard)πετροβολώ ρ μ
  (ότι άλλο)εκτοξεύω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  εκσφενδονίζω κτ εναντίον κπ/κτ ρ μ + επίρ
  πετώ κτ σε κπ/κτ, εκτοξεύω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 An angry crowd of protesters armed with eggs pelted the politician as she fled.
 Το εξαγριωμένο πλήθος των διαδηλωτών εκτόξευσε αυγά στην πολιτικό την ώρα που έφευγε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
pelt down vi phrasal (rain: fall hard) (η βροχή)πέφτει με δύναμη περίφρ
  πέφτει ρ αμ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pelt' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pelt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pelt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!