WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις | 
| peep out vi + prep |  informal (look out furtively) | ρίχνω μια κλεφτή ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά έκφρ | 
|   |  (αν δεν επιτρέπεται) | κρυφοκοιτάζω ρ αμ | 
|   | The actor peeped out through the curtain to see how many people were in the audience. | 
|   | Ο ηθοποιός κρυφοκοίταξε από την κουρτίνα, για να δει πόσος κόσμος μαζεύτηκε στο αμφιθέατρο. | 
| peep out at [sth/sb] v expr |  (look out furtively) | κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτώ ρ μ | 
| peep out vi + adv |  informal (be just visible behind [sth]) | ξεπροβάλλω ρ αμ | 
|   | My underpants peep out through the hole in my trousers. | 
|   | Το εσώρουχό μου ξεπροβάλει από μια τρύπα στο παντελόνι μου. |