pay off



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: pay off, payoff

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pay [sth] off,
pay off [sth]
vtr phrasal sep
(pay all of: money owed)εξοφλώ ρ μ
  ξεπληρώνω ρ μ
 I've nearly paid off my mortgage.
 The collection company kept calling me for weeks until I finally paid off my debt.
 Έχω σχεδόν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού. // Η εισπρακτική εταιρεία συνέχισε να με καλεί για βδομάδες μέχρι που εξόφλησα το χρέος μου.
pay [sb] off,
pay off [sb]
vtr phrasal sep
informal (bribe: [sb])δωροδοκώ, εξαγοράζω ρ μ
  (αργκό)λαδώνω ρ μ
 The businesswoman wanted Leo to stay quiet about her fraudulent practices, so she paid him off.
pay off vi phrasal informal (have good consequences)αποδίδω ρ μ
  (μεταφορικά)βγαίνω σε καλό έκφρ
 Hard work and careful planning always pay off.
 Η σκληρή δουλειά και ο προσεκτικός σχεδιασμός πάντα βγαίνουν σε καλό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
payoff,
also UK: pay-off
n
informal (bribe) (καθομιλουμένη)μίζα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη: συνήθως γιατρός)φακελάκι ουσ ουδ
  (επίσημο)δωροδοκία ουσ θηλ
  πληρωμή ουσ θηλ
 The drug dealer offered the police officer a payoff to look the other way.
payoff,
also UK: pay-off
n
(redundancy payment)αποζημίωση ουσ θηλ
 Simon was made redundant last year, but after thirty years with the same company, he got a good payoff.
payoff,
also UK: pay-off
n
(profit)απόδοση ουσ θηλ
 The backers are hoping for a quick payoff on their investments.
payoff,
also UK: pay-off
n
informal (advantage)κέρδος, όφελος ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κτ που ξεπληρώνει περίφρ
 Learning a new language is hard work, but the payoff is that you can communicate with a whole new group of people.
payoff,
also UK: pay-off
n
(amount to clear debt)υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό επίθ + ουσ ουδ
  (κατά λέξη)ποσό εξόφλησης, ποσό αποπληρωμή περίφρ
 Quentin handed over the payoff and was relieved to know he was now clear of debt.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
pay off | payoff
ΑγγλικάΕλληνικά
settle old scores,
pay off old scores
v expr
figurative (take revenge) (μεταφορικά)κλείνω παλιούς λογαριασμούς εκφρ
  παίρνω εκδίκηση ρ μ + ουσ θηλ
settle the score,
pay off the score
v expr
figurative (take revenge) (μεταφορικά)παίρνω το αίμα μου πίσω έκφρ
settle the score with [sb],
pay off the score with [sb]
v expr
figurative (take revenge on [sb])ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ έκφρ
  (μεταφορικά)παίρνω το αίμα μου πίσω από κπ έκφρ
 Alex dreamed up ways to settle the score with his enemies.
 The author wrote the scandalous book to settle the score with her one-time friends.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pay off' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pay off στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pay off».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!