palmetto

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/pælˈmɛtəʊ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(pal metō, päl-, pä metō)

Inflections of 'palmetto' (n):
palmettos
npl
palmettoes
npl
  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
palmetto n (small palm tree)σερενόα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
palmetto bug n US (insect: cockroach) (ζωολογία)Αμερικανική κατσαρίδα έκφρ
Σχόλιο: Πρόκειται για το είδος «Periplaneta americana».
saw palmetto n (shrublike palmetto plant)σερενόα η πριονωτή φρ ως ουσ θηλ
saw palmetto n (tall palm tree)σερενόα η πριονωτή φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'palmetto' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση palmetto στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «palmetto».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!