palliative

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpæliətɪv/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈpæliˌeɪtɪv, -iətɪv/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(palē ā′tiv, -ē ə tiv)


  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
palliative adj (relieving pain or suffering)καταπραϋντικός, κατευναστικός επίθ
  (για μετριασμό λύπης)παρηγορητικός επίθ
 My doctor takes palliative care very seriously.
palliative n ([sth] that relieves suffering)ανακουφιστικό, καταπραϋντικό, κατευναστικό ουσ ουδ
 Since there is no medication that can help you get better faster, I will just prescribe you some palliatives.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
palliative care n (medical attention to relieve pain)παρηγορητική φροντίδα επίθ + ουσ θηλ
  ανακουφιστική φροντίδα επίθ + ουσ θηλ
  παρηγορητική αγωγή επίθ + ουσ θηλ
  ανακουφιστική αγωγή επίθ + ουσ θηλ
 She is an oncologist but also an expert in palliative care.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση palliative στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «palliative».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!