Σε αυτή τη σελίδα: overheating, overheat

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
overheating n (becoming too hot)υπερθέρμανση ουσ θηλ
 Overheating caused damage to the car engine.
overheating n as adj (becoming too hot) (σε γενική)υπερθέρμανσης ουσ θηλ
 The laptop batteries have been recalled due to overheating issues.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
overheat vi (become too hot)υπερθερμαίνομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)παραζεσταίνομαι ρ αμ
 I need to fix my oven because it overheats at random times.
overheat [sth] vtr (make too hot)υπερθερμαίνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)παραζεσταίνω ρ μ
 Driving in the desert can rapidly overheat any car's engine.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'overheating' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση overheating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «overheating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!