• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: ordained, ordain

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ordained adj (priest, minister, etc.)χειροτονημένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ordain that vtr (with clause: order, decree) (ότι/πως)ορίζω ρ μ
  (πιο αυστηρό)διατάσσω ρ μ
 It was ordained that all citizens should journey to the city of their birth for the census.
ordain [sth] vtr (order, decree [sth])ορίζω ρ μ
  (πιο αυστηρό)διατάσσω ρ μ
 The king ordained a new law raising taxes.
ordain [sb] vtr (appoint to the church)χειροτονώ ρ μ
 The church ordained a new priest.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ordained' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ordained στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ordained».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!