WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
open-mouthed adj literal (with mouths open)με ανοιχτό στόμα, που έχει ανοιχτό στόμα περίφρ
open-mouthed adj figurative (amazed, impressed)κατάπληκτος επίθ
  εντυπωσιασμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)με ανοιχτό το στόμα έκφρ
open-mouthed adj figurative (shocked, surprised)σοκαρισμένος μτχ πρκ
  έκπληκτος επίθ
  (μεταφορικά)με ανοιχτό το στόμα έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'open-mouthed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση open-mouthed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «open-mouthed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!