• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
op n written abbreviation (opus: work) (καλλιτέχνη)έργο ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία χρήσης.
op n abbreviation, informal (surgical operation)χειρουργική επέμβαση επίθ + ουσ θηλ
  εγχείρηση ουσ θηλ
 You are scheduled for your op tomorrow afternoon at 6:00 pm.
ops npl abbreviation, informal (military operations)στρατιωτική επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
co-op n abbreviation (business: cooperative)συνεταιρισμός ουσ αρσ
 The workers formed a co-op and ran the store themselves.
op art n (abstract art movement) (καλές τέχνες: τάση μοντέρνας τέχνης)οπ αρτ φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Στηρίζεται σε γεωμετρικά σχέδια που δημιουργούν την εντύπωση κίνησης μέσω του παιχνιδιού της προοπτικής με τις χρωματικές αντιθέσεις.
op-ed n informal, abbreviation (in a newspaper)άρθρο γνώμης φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: This term is an abbreviation of "opposite the editorial page".
photo op,
photo opp
n
informal, abbreviation (photo opportunity)φωτογράφιση ουσ θηλ
postoperative,
also UK: post-operative
adj
(after surgery)μετεγχειρητικός επίθ
 When the hospital discharged Susan, they gave her information regarding her post-operative care at home.
pre-op adj (before operation)προεγχειρητικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση op στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «op».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!