okay

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əʊˈkeɪ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling, ō′kā, ōkā′)

  • WordReference
  • Definition
Ο όρος 'okay' παραπέμπει στον όρο 'OK'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'okay' is cross-referenced with 'OK'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
OK,
O.K.,
okay
interj
informal (yes, agreed)εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά επίρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίρ
 OK, I'll take out the trash.
 Εντάξει, θα βγάλω τα σκουπίδια.
 OK, θα βγάλω τα σκουπίδια.
OK,
O.K.,
okay
adj
informal (not a problem, acceptable)δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει περίφρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίρ
 That's OK. I'll be able to fix the problem tomorrow.
 Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα διορθώσω το πρόβλημα αύριο.
OK,
O.K.,
okay
adj
informal (not injured)εντάξει, καλά επίρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίρ
 Are you OK? You fell pretty hard.
 Είσαι εντάξει; Έπεσες άσχημα.
 Είσαι OK; Έπεσες άσχημα.
OK,
O.K.,
okay
adj
informal (healthy, not unwell)εντάξει, καλά επίρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίρ
 You were sick yesterday. Are you OK today?
 Ήσουν άρρωστος χτες. Είσαι εντάξει σήμερα;
OK,
O.K.,
okay
adj
informal (emotionally fine) (ανεπίσημο)εντάξει επίρ
  καλά επίρ
 Are you feeling OK? You seem to be stressed today.
 Είσαι εντάξει; Μου φαίνεσαι αγχωμένος σήμερα.
OK,
O.K.,
okay
adj
informal (just satisfactory, mediocre)μέτριος επίθ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)εντάξει επίρ ως επίθ
  καλούτσικος επίθ
  OK, O.K., οκέι επίθ άκλ
 He did an OK job on the project. It was nothing great.
 Έκανε μέτρια δουλειά στην εργασία. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η δουλειά του στην εργασία ήταν εντάξει, αλλά τίποτε σπουδαίο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η δουλειά του στην εργασία ήταν OK, αλλά τίποτε σπουδαίο.
OK,
O.K.,
okay
adj
informal (proceeding well)εντάξει, καλά επίρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίρ
 Everything is OK with the construction.
 Όλα είναι εντάξει με την κατασκευή.
OK,
O.K.,
okay
interj
informal (asking approval)εντάξει, καλά, σύμφωνοι επίρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίρ
 I'm going to the store. OK?
 Θα πάω στο μαγαζί. Εντάξει;
OK [sth],
O.K.,
okay
vtr
informal (approve, agree to) (ανεπίσημο)δίνω το OK, λέω OK έκφρ
 Has the boss OK'd the proposal yet?
 Το αφεντικό έχει δώσει το ΟΚ για την πρόταση;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
OK,
O.K.,
okay
adj
informal (sufficiently likeable) (ανεπίσημο)εντάξει επίρ ως επίθ
  (μεταφορικά)καλός επίθ άκλ
  (αργκό, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίθ άκλ
 She's OK. Her sister is much more friendly, though.
 Είναι εντάξει. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική.
 Καλή είναι. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική.
OK,
O.K.,
okay
adj
informal (person: decent) (ανεπίσημο)εντάξει επίρ ως επίθ
  (αργκό, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίθ άκλ
 Yes, he's an OK guy. You can trust him.
OK with [sb],
O.K. with [sb],
okay with [sb]
adj + prep
informal (acceptable to)συμφωνώ ρ αμ
  κτ με βολεύει έκφρ
  είμαι ΟΚ με κτ έκφρ
 Is it OK with you if I open the window? Tuesday is OK with me; see you then!
 Συμφωνείς να ανοίξω το παράθυρο;
 Η Τρίτη με βολεύει, τα λέμε τότε!
OK,
O.K.,
okay
adv
informal (successfully, satisfactorily)καλά επίρ
  (ανεπίσημο)όχι κι άσχημα φρ ως επίρ
 He did OK for himself. He is a doctor now.
 Τα πήγε καλά στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός.
 Δεν τα πήγε κι άσχημα στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός.
OK,
O.K.,
okay
adv
informal (correctly, alright) (ανεπίσημο)εντάξει, καλά επίρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι επίρ
 He can walk OK now.
OK,
O.K.,
okay
interj
informal (calling attention, indicating transition)λοιπόν σύνδ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι σύνδ
 OK, what can I do to help now?
OK,
O.K.,
okay
n
informal (approval, go-ahead) (ανεπίσημο)OK, O.K., οκέι ουσ ουδ
 The OK from the boss still hasn't arrived.
OK,
Okla,
Okla.
n
written, abbreviation (US state: Oklahoma)Οκλαχόμα ουσ θηλ κύρ
 My mom and dad live in Tulsa, OK.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
A-OK,
A-ok
adj
informal (OK, perfect)οκ επίρ
  τέλειος επίθ
  σούπερ επίθ άκλ
  εντάξει επίθ άκλ
 Everything's A-OK!
A-OK,
A-ok
adv
informal (fine, perfectly)οκ επίρ
  τέλεια επίρ
  σούπερ επίρ
  εντάξει επίρ
 Everything's going A-ok!
"Some other time",
"OK,
some other time",
"Some other time then"
expr
(Let's try again sometime in the future.)κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή έκφρ
  άλλη φορά έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση okay στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «okay».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!