offshoot

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɒfʃuːt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɔfˌʃut, ˈɑf-/ ,USA pronunciation: respelling(ôfsho̅o̅t′, of-)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
offshoot n (botany: branch, stem) (φυτά)παρακλάδι ουσ ουδ
  παραφυάδα ουσ θηλ
 Trim all the offshoots if you want a single, upright trunk.
 Κλάδεψε όλα τα παρακλάδια αν θες έναν μοναδικό, κατακόρυφο κορμό.
 Κλάδεψε όλες τις παραφυάδες αν θες έναν μοναδικό, κατακόρυφο κορμό.
offshoot n figurative (branch of an organization) (μεταφορικά)παρακλάδι ουσ ουδ
 The Protestant Church began as an offshoot of the Catholic Church.
offshoot n figurative (person: offspring, descendant)απόγονος ουσ αρσ
 The princess is the latest offshoot of an ancient royal family.
 Η πριγκίπισσα είναι η τελευταία απόγονος μιας πολύ παλιάς βασιλικής οικογένειας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'offshoot' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση offshoot στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «offshoot».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!