• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: obstructed, obstruct

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
obstructed adj (blocked)φραγμένος μτχ πρκ
  περιορισμένος μτχ πρκ
  (επίσημο: ιατρική)αποφραγμένος μτχ πρκ
 The patient has an obstructed airway.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
obstruct [sth/sb] vtr (block)φράσσω, φράζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μπλοκάρω, βουλώνω ρ μ
  (επίσημο)αποφράσσω ρ μ
 The fallen rocks obstructed the road.
obstruct [sth] vtr figurative (block, hinder)εμποδίζω ρ μ
  (λόγιος)παρακωλύω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μπλοκάρω ρ μ
 The law will not allow money to obstruct justice.
obstruct [sb] vtr figurative (hinder, prevent)εμποδίζω ρ μ
  παρεμποδίζω ρ μ
  (λόγιος)παρακωλύω ρ μ
 The crossing guard obstructed the children when they tried to cross the street.
obstruct [sb] from doing [sth] v expr figurative (hinder, prevent) (κπ να κάνει κτ)εμποδίζω ρ μ
 Fear should not obstruct an officer from doing his duty.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'obstructed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση obstructed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «obstructed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!