• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: impeded, impede

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
impeded adj (flow: obstructed)εμποδιζόμενος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
impede [sth] vtr (hamper: progress)εμποδίζω ρ μ
  καθυστερώ ρ μ
 Bad weather seriously impeded progress on the project.
 Ο κακός καιρός εμπόδισε σημαντικά την πρόοδο του έργου.
impede [sb] vtr (hinder: [sb])εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω ρ μ
 Daniel was late to work because the storm impeded him.
 Ο Ντάνιελ άργησε στη δουλειά γιατί τον εμπόδισε η καταιγίδα.
impede [sb] from doing [sth] vtr + prep (hinder: [sb](κάποιον από το να κάνει κάτι)εμποδίζω ρ μ
  (μτφ: σε κάποιον να κάνει κάτι)δεν επιτρέπω περίφρ
 The basketball player impeded his opponent from scoring.
 Ο μπασκετμπολίστας εμπόδισε τον αντίπαλό του να βάλει καλάθι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση impeded στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «impeded».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!