obsess

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əbˈsɛs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əbˈsɛs/ ,USA pronunciation: respelling(əb ses)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
obsess [sb] vtr (preoccupy) (υπερβολικά)απασχολώ ρ μ
  (σε κάποιον)γίνομαι εμμονή ρ έκφρ
 The deadline obsessed us all this week.
 Η διορία μας απασχολούσε όλους αυτή την βδομάδα.
obsess over [sth],
obsess about [sth]
vi + prep
(be overly preoccupied with sthg)έχω εμμονή, παθαίνω εμμονή ρ έκφρ
  ασχολούμαι συνέχεια με κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κολλάω με κτ έκφρ
  (αρνητικά συναισθήματα)φρικάρω για κτ έκφρ
 She's constantly obsessing about her weight.
obsess vi (be overly preoccupied)παθαίνω εμμονή ρ έκφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κολλάω ρ αμ
 After all the work you've done, you'll easily pass the exam; stop obsessing!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'obsess' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση obsess στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «obsess».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!