WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
noon, noontime, noontide n | (time: 12:00pm) | μεσημέρι ουσ ουδ |
| | (περισσότερη ακρίβεια) | 12 το μεσημέρι φρ ως ουσ θηλ πλ |
| | Laura always went to lunch at noon and didn't come back to work until 1:00. |
| | Η Λώρα πάντα πήγαινε για φαγητό στις 12 το μεσημέρι και δεν επέστρεφε στη δουλειά μέχρι τη μία. |
noon, noontime, noontide adj | (midday) | μεσημεριανός, μεσημεριάτικος επίθ |
| | The children went home as soon as they heard the noon whistle. |
| | Τα παιδιά πήγαιναν στο σπίτι μόλις άκουγαν το μεσημεριανό σφύριγμα. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| the noon of [sth] n | literary, figurative (high point) (μεταφορικά) | αιχμή ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | απόγειο ουσ ουδ |
| | Tom's life was ruined right at the noon of his career. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: