WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
nobility n | (aristocracy) | αριστοκρατία ουσ θηλ |
| They can trace their family back to 17th century nobility. |
| Μπορούν να βρουν τα ίχνη της οικογένειάς τους μέχρι την αριστοκρατία του 17ου αιώνα. |
nobility n | (noble birth, rank) | αριστοκρατία, αριστοκρατική καταγωγή ουσ θηλ |
| Nobility was once a guarantee of wealth and security. |
| Η αριστοκρατική καταγωγή κάποτε ήταν εγγύηση πλούτου και ασφάλειας. |
nobility n | (grandeur) | ευγένεια, αριστοκρατικότητα ουσ θηλ |
| The nobility of the church impressed Lisa. |