nobility

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/nəʊˈbɪlɪti/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/noʊˈbɪlɪti/ ,USA pronunciation: respelling(nō bili tē)

Inflections of 'nobility' (n): npl: nobilities
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
nobility n (aristocracy)αριστοκρατία ουσ θηλ
 They can trace their family back to 17th century nobility.
 Μπορούν να βρουν τα ίχνη της οικογένειάς τους μέχρι την αριστοκρατία του 17ου αιώνα.
nobility n (noble birth, rank)αριστοκρατία, αριστοκρατική καταγωγή ουσ θηλ
 Nobility was once a guarantee of wealth and security.
 Η αριστοκρατική καταγωγή κάποτε ήταν εγγύηση πλούτου και ασφάλειας.
nobility n (grandeur)ευγένεια, αριστοκρατικότητα ουσ θηλ
 The nobility of the church impressed Lisa.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'nobility' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση nobility στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «nobility».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!