WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
myself pron | (reflexive pronoun: me) | ο εαυτός μου αντων |
| I told myself to try to complete the job. |
| Είπα στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω να τελειώσω τη δουλειά. |
myself pron | (I, me: for emphasis) | εγώ αντων |
| (εμφατικός τύπος) | ο ίδιος αντων |
Σχόλιο: Συχνά το "εγώ" παραλείπεται, όταν έχει θέση υποκειμένου. Η παρουσία του δηλώνει έμφαση. |
| I am not allergic to peanuts myself, but both of my children are. |
| Εγώ δεν είμαι αλλεργικός στα φιστίκια, αλλά και τα δύο παιδιά μου είναι. |
| Εγώ, ο ίδιος, δεν είμαι αλλεργικός στα φιστίκια, αλλά και τα δύο παιδιά μου είναι. |
myself pron | (I, me: in person) | ο ίδιος έκφρ |
| Josh is a strong candidate; I know because I interviewed him myself. |
myself pron | (on my own, without assistance) | ο ίδιος αντων |
| (εμφατικός τύπος) | εγώ ο ίδιος περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | μόνος μου επίρ |
| I took out the trash myself since no one else would do it. |
| Έβγαλα η ίδια έξω τα σκουπίδια μια που δεν το έκανε κανένας άλλος. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: