• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: ml, LL.M.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ml,
ml.
n
written, invariable, abbreviation (milliliter) (μονάδα μέτρησης όγκου)ml ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
LL.M.,
LLM,
 M.L.
n
initialism (degree: Master of Law)μεταπτυχιακό στη νομική επιστήμη φρ ως ουσ ουδ
LL.M.,
LLM,
 M.L.
n
initialism (holder of a law degree)κάτοχος μεταπτυχιακού στη νομική επιστήμη φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Master of Law,
Master of Laws
n
(postgraduate legal degree)Μάστερ στις νομικές επιστήμες περίφρ
  μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στις νομικές επιστήμες περίφρ
 Michael has a Master of Law from McGill University.
Master of Law,
Master of Laws
n
(holder of postgraduate legal degree)κάτοχος Μάστερ στις νομικές επιστήμες φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στις νομικές επιστήμες φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ml' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ml στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ml».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!