• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mincingly adv (behave: in a dainty way)επιτηδευμένα επίρ
  ναζιάρικα επίρ
  (αποδοκιμασίας: για άντρα)θηλυπρεπώς επίρ
mincingly adv (walk: daintily, affectedly)με μικρά βήματα περίφρ
  προσεκτικά επίρ
  κομψά επίρ
  (αποδοκιμασίας: για άντρα)θυληπρεπώς επίρ
 The performer strutted mincingly across the stage.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mincingly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mincingly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!