marbled

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɑːbld/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈmɑrbəld/

From the verb marble: (⇒ conjugate)
marbled is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: marbled, marble

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marbled adj figurative (mottled, streaked) (μεταφορικά)χαρακωμένος, αυλακωμένος επίθ
 Marbled meat is best for grilling because of its high fat content.
marbled adj (made of marble)μαρμάρινος επίθ
 The tourists were enchanted by the marbled walls of the Taj Mahal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marble n uncountable (mottled stone)μάρμαρο ουσ ουδ
 The quarry was a major source of marble.
 Το λατομείο ήταν σημαντική πηγή μαρμάρου.
marble n (round glass toy)μπίλια ουσ θηλ
  βόλος ουσ αρσ
 Lewis has some very colourful marbles in his collection.
 Ο Λούις είχε μερικές πολύχρωμες μπίλιες στη συλλογή του.
marbles npl (game using round glass toys)μπίλιες ουσ θηλ πλ
  βόλοι ουσ αρσ πλ
 The children were playing a game of marbles.
marble adj (made of marble)μαρμάρινος επίθ
  (λόγιος, ποιητικό)μαρμαρένιος επίθ
 The old building was made of huge marble blocks.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πάγκος της κουζίνας είναι κατασκευασμένος από μια ενιαία μαρμάρινη πλάκα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marble [sth] vtr (add pattern) (μεταφορικά)στολίζω, κοσμώ ρ μ
  (κατά λέξη)δίνω όψη μαρμάρου σε κτ περίφρ
 Delicious streaks of fat marbled the meat.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
marble | marbled
ΑγγλικάΕλληνικά
cat's-eye,
cat's eye,
cat's-eye marble
n
(marble)διάφανη μπίλια με σχέδιο που μοιάζει με μάτι γάτας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
cultured marble n (synthetic material)τεχνομάρμαρο ουσ ουδ
  τεχνητό μάρμαρο επίθ + ουσ ουδ
marble cake n (mottled sponge cake)κέικ μαρμπρέ φρ ως ουσ ουδ
 A marble cake is a cake made with two colours of batter.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'marbled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση marbled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «marbled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!