WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| lose your way v expr | (become lost) | χάνομαι ρ αμ |
| | | χάνω το δρόμο μου περίφρ |
| | It is easy to lose your way in that confused maze of streets. |
| lose your way v expr | figurative (forget principles, aims) (αρχές, στόχοι, προσανατολισμός) | παρεκκλίνω από κτ ρ αμ |
| | | αδυνατώ να συμβαδίσω με κτ περίφρ |
| | (μεταφορικά, καθομιλουμένη, προφορικό) | χάνω το παιχνίδι με κτ έκφρ |
| | The pizza company has lost its way with young consumers. |
| | Η πιτσαρία έχασε το παιχνίδι με τους καταναλωτές νεαρής ηλικίας. |