• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lose your way v expr (become lost)χάνομαι ρ αμ
  χάνω το δρόμο μου περίφρ
 It is easy to lose your way in that confused maze of streets.
lose your way v expr figurative (forget principles, aims) (αρχές, στόχοι, προσανατολισμός)παρεκκλίνω από κτ ρ αμ
  αδυνατώ να συμβαδίσω με κτ περίφρ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη, προφορικό)χάνω το παιχνίδι με κτ έκφρ
 The pizza company has lost its way with young consumers.
 Η πιτσαρία έχασε το παιχνίδι με τους καταναλωτές νεαρής ηλικίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lose your way στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lose your way».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!