Σε αυτή τη σελίδα: longsighted, farsighted
Ο όρος 'longsighted' παραπέμπει στον όρο 'farsighted'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'longsighted' is cross-referenced with 'farsighted'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
longsighted,
long-sighted
adj
(able to see clearly over distance)μακρύθωρος επίθ
longsighted,
long-sighted
adj
figurative (prudent)διορατικός, οξυδερκής επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
farsighted (US),
long-sighted,
longsighted (UK)
adj
(difficulty seeing near objects)που βλέπει μακριά περίφρ
farsighted (US),
far-sighted (UK)
adj
figurative (having foresight)που μπορεί να προβλέπει περίφρ
  διορατικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'longsighted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση longsighted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «longsighted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!