WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| liaison n | ([sb]: intermediary) | σύνδεσμος ουσ αρσ |
| | The diplomat acted as a liaison between the two governments. |
| | Ο διπλωμάτης είχε τον ρόλο του συδνέσμου μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. |
| liaison n | (sexual affair) | δεσμός ουσ αρσ |
| | | σχέση ουσ θηλ |
| | | ειδύλλιο ουσ ουδ |
| | The politician had a liaison with a staffer during his campaign. |
| | Ο πολιτικός είχε σχέση με ένα μέλος του επιτελείου του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. |
| liaison n | (unit communication) | σύνδεση, διασύνδεση ουσ θηλ |
| | | σύνδεσμος ουσ αρσ |
| | The two units of troops had a liaison to exchange important information. |
| | Οι δυο μονάδες του στρατού είχαν έναν σύνδεσμο για να ανταλλάσσουν σημαντικές πληροφορίες. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| liaison n | (thickening agent) (μαγειρική) | λιεζόν, liaison ουσ ουδ άκλ |
| Σχόλιο: Στην καθομιλουμένη αποδίδεται περιφραστικά, π.χ. «Η Κέιτ χρησιμοποίησε κορν φλάουρ για να δέσει τη σούπα της.» |
| | Kate used cornstarch as a liaison in her soup. |
| liaison n | (pronunciation) (προφορά: σύνδεση) | liaison ουσ θηλ άκλ |
| | Sarah had trouble learning which liaisons were optional and which were forbidden in French. |