itchy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɪtʃi/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ichē)

Inflections of 'itchy' (adj):
itchier
adj comparative
itchiest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
itchy adj (body part: itching, irritated)που έχει φαγούρα περίφρ
  (καθομ, μεταφορικά)που με τρώει έκφρ
 This new washing-powder's making me itchy all over.
 Αυτό το νέο απορρυπαντικό πλυσίματος μου προκαλεί φαγούρα παντού.
itchy adj (fabric: causing irritation)που μου προκαλεί φαγούρα περίφρ
  που με φαγουρίζει περίφρ
  (μεταφορικά)που με τρώει περίφρ
 I can't wear my new sweater because it's too itchy.
 Δε μπορώ να βάλω το νέο μου πουλόβερ γιατί με τρώει πολύ.
itchy adj figurative, informal (person: restless) (μεταφορικά)νευρικός, ανήσυχος επίθ
 The students get itchy after an hour-long class.
 Οι μαθητές γίνονται νευρικοί (or: ανήσυχοι) μετά από μια ώρα μάθημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
itchy feet n informal, figurative (restlessness)αδυναμία να ηρεμήσω φρ ως ουσ θηλ
  διάθεση για αλλαγές φρ ως ουσ θηλ
  λαχτάρα για κάτι νέο, λαχτάρα για αλλαγές φρ ως ουσ θηλ
  το ότι βαριέμαι, το ότι θέλω κάτι καινούριο περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται διάφορες εναλλακτικές που ενδέχεται να ταιριάζουν κατά περίπτωση.
 Patrick's itchy feet always stop him settling down in one place.
 I've had this job for ten years and now I'm starting to get itchy feet.
 Η λαχτάρα του Πάτρικ για αλλαγές δεν του επιτρέπει ποτέ να εγκατασταθεί σε ένα μέρος.
 Κάνω αυτή τη δουλειά εδώ και δέκα χρόνια και έχω αρχίσει να βαριέμαι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'itchy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: an itchy [arm, leg, face], an itchy [rash, bug bite, bump], scratch an itchy rash, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση itchy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «itchy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!