• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
invagination n (pathology: placing in a sheath)εγκόλπωση, ενδίπλωση ουσ θηλ
invagination n (pathology: slipping into)εγκόλπωση, ενδίπλωση ουσ θηλ
invagination n (pathology: [sth] invaginated)εγκόλπωση ουσ θηλ
  εκκόλπωμα ουσ ουδ
invagination n (biology: infolding of cell layer)εκκόλπωμα ουσ ουδ
  εγκόλπωση, ενδίπλωση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση invagination στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «invagination».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!