• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inure [sb] vtr (accustom: to [sth] bad)εξοικειώνω, εθίζω ρ μ
 Alaskan people are inured by the cold.
inure [sb] to [sth] vtr + prep (accustom to [sth] bad)εξοικειώνω κπ με κτ ρ μ + πρόθ
  (εγώ ο ίδιος)είμαι συνηθισμένος σε κτ ρ έκφρ
  είμαι εξοικειωμένος με κτ ρ έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται σε κάτι αρνητικό, δυσάρεστο.
 The wife was inured to her husband's frequent adultery.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inured στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inured».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!