WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| intake n | (food, etc.: amount consumed) | πρόσληψη ουσ θηλ |
| | | ποσότητα που... περίφρ |
| | Fred decided to go on a diet, so he started to regulate his intake of food. |
| | Ο Φρεντ αποφάσισε να κάνει δίαιτα και έτσι ξεκίνησε να ελέγχει την πρόσληψη φαγητού. |
| intake n | (air: amount inhaled) | πρόσληψη ουσ θηλ |
| | | ποσότητα που... περίφρ |
| | The whale's intake of air would be enough for several hours. |
| | Η πρόσληψη αέρα της φάλαινας θα ήταν αρκετή για αρκετές ώρες. |
| | Η ποσότητα του αέρα που εισέπνευσε η φάλαινα θα ήταν αρκετή για αρκετές ώρες. |
| intake n | (act: taking in air) | εισπνοή, αναπνοή ουσ θηλ |
| | (επίσημο: αέρα) | πρόσληψη ουσ θηλ |
| | (αέρα) | εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ |
| | Laura tried to breathe, but her intake was stopped by the nut in her throat. |
| | Η Λώρα προσπάθησε να αναπνεύσει, αλλά η αναπνοή της εμποδιζόταν από το καρύδι στον λαιμό της. |
| intake n | countable (people: admission) | εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ |
| | The school's intake process is long and tedious. |
| | Η διαδικασία εισαγωγής στη σχολή είναι μακρά και επίπονη. |
| intake n | (air channel) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | | είσοδος ουσ θηλ |
| | The intake valve on the air mattress was broken. |
| | Η βαλβίδα εισόδου του φουσκωτού στρώματος είχε χαλάσει. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| intake n | countable (narrowing) | μάζεμα, στένεμα ουσ ουδ |
| | The tailor had to do an intake on the dress because it was too large. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: