intake

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɪnteɪk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɪnˌteɪk/ ,USA pronunciation: respelling(intāk′)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
intake n (food, etc.: amount consumed)πρόσληψη ουσ θηλ
  ποσότητα που... περίφρ
 Fred decided to go on a diet, so he started to regulate his intake of food.
 Ο Φρεντ αποφάσισε να κάνει δίαιτα και έτσι ξεκίνησε να ελέγχει την πρόσληψη φαγητού.
intake n (air: amount inhaled)πρόσληψη ουσ θηλ
  ποσότητα που... περίφρ
 The whale's intake of air would be enough for several hours.
 Η πρόσληψη αέρα της φάλαινας θα ήταν αρκετή για αρκετές ώρες.
 Η ποσότητα του αέρα που εισέπνευσε η φάλαινα θα ήταν αρκετή για αρκετές ώρες.
intake n (act: taking in air)εισπνοή, αναπνοή ουσ θηλ
  (επίσημο: αέρα)πρόσληψη ουσ θηλ
  (αέρα)εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ
 Laura tried to breathe, but her intake was stopped by the nut in her throat.
 Η Λώρα προσπάθησε να αναπνεύσει, αλλά η αναπνοή της εμποδιζόταν από το καρύδι στον λαιμό της.
intake n countable (people: admission)εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ
 The school's intake process is long and tedious.
 Η διαδικασία εισαγωγής στη σχολή είναι μακρά και επίπονη.
intake n (air channel)εισαγωγή ουσ θηλ
  είσοδος ουσ θηλ
 The intake valve on the air mattress was broken.
 Η βαλβίδα εισόδου του φουσκωτού στρώματος είχε χαλάσει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
intake n countable (narrowing)μάζεμα, στένεμα ουσ ουδ
 The tailor had to do an intake on the dress because it was too large.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
air intake n (ventilation aperture)στόμιο εισόδου αέρα περίφρ
 The air intake filter is dirty and needs to be replaced.
air intake n (carburettor opening)εισαγωγή ουσ θηλ
 The air intake valve on that engine seems to be clogged.
fluid intake n (liquids: quantity consumed) (υγρά: ποσότητα)πρόσληψη υγρών περίφρ
  λήψη υγρών περίφρ
 The doctors carefully monitored the patient's fluid intake.
food intake n (quantity of solids consumed) (ποσότητα)πρόσληψη τροφής περίφρ
  λήψη τροφής περίφρ
intake manifold n (engine: air pipe) (μηχανολογία)πολλαπλή εισαγωγής φρ ως ουσ θηλ
intake of breath n (inhalation)εισπνοή ουσ θηλ
intake valve (mechanics)βαλβίδα εισαγωγής φρ ως ουσ θηλ
recommended daily value,
recommended dietary allowance,
recommended daily amount,
recommended daily intake
n
(nutrient: healthy amount per day)συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη φρ ως ουσ θηλ
  συνιστώμενη ημερήσια δόση φρ ως ουσ θηλ
 The recommended daily value of dietary fiber is 25 to 35 grams.
water intake n (volume of water drunk)πρόσληψη νερού φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'intake' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: trying to reduce my intake of [salt, carbs, fat, vitamins], my [salt] intake is too [high], need to reduce your intake of [salt], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση intake στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «intake».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!