WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| instrumental adj | (music: without vocals) | ορχηστρικός επίθ |
| | The instrumental version of the song is better known than the vocal one. |
| | Η ορχηστρική εκτέλεση του τραγουδιού είναι πολύ καλύτερη από αυτή με τα φωνητικά. |
| instrumental n | (music: piece without vocals) | ορχηστρικό κομμάτι επίθ + ουσ ουδ |
| | The band closed their set with an instrumental. |
| | Το συγκρότημα έκλεισε τη συναυλία με ένα ορχηστρικό κομμάτι. |
| instrumental adj | (important, helpful) | καίριος, καθοριστικός επίθ |
| | | ουσιαστική σημασίας φρ ως επίθ |
| | | σημαντικότατος επίθ |
| | (μεταφορικά) | οργανικός επίθ |
| | Your work in this company is instrumental. |
| instrumental in [sth] adj + prep | (helpful, contributing to [sth]) (σε κάτι) | που παίζει ουσιαστικό ρόλο, που συμβάλλει ουσιαστικά έκφρ |
| | (για κάτι) | που είναι ουσιαστικής σημασίας έκφρ |
| | The soprano was instrumental in the opera. |
| instrumental in doing [sth] expr | (helpful in achieving [sth]) (στο να γίνει κάτι) | που παίζει ουσιαστικό ρόλο περίφρ |
| | (για να γίνει κάτι) | που είναι ουσιαστικής σημασίας περίφρ |
| | My aunt was instrumental in my getting the appointment. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: