insecure

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɪnsɪˈkjʊər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌɪnsɪˈkjʊr/ ,USA pronunciation: respelling(in′si kyŏŏr)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
insecure adj (unsafe, dangerous)επικίνδυνος επίθ
  (έλλειψη σταθερότητας)ασταθής επίθ
 That pallet looks really insecure – are you sure it's safe?
 Αυτή η παλέτα φαίνεται πραγματικά επικίνδυνη. Είσαι σίγουρος ότι είναι ασφαλής;
insecure adj figurative (lacking self-confidence) (μτφ, χαρακτήρας)ανασφαλής επίθ
 She came across as rather insecure in the interview.
 Στη συνέντευξη έδωσε την εντύπωση ότι είναι κάπως ανασφαλής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'insecure' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: an insecure [child, man, adult, woman], [feel, be, remain] insecure (about), insecure about herself, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση insecure στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «insecure».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!