initiative

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪˈnɪʃətɪv/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ɪˈnɪʃiətɪv, ɪˈnɪʃə-/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(i nishē ə tiv, i nishə-)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
initiative n (of [sb]: ability to start things)πρωτοβουλία ουσ θηλ
  δυναμισμός ουσ αρσ
  (κατά λέξη)η ικανότητα να παίρνει κάποιος πρωτοβουλίες περίφρ
 Ken was the only one with the initiative and power to solve the problem.
 Ο Κεν ήταν ο μόνος που είχε τον δυναμισμό και τη δύναμη να λύσει το πρόβλημα.
initiative n (first step)πρωτοβουλία ουσ θηλ
 Sarah took the initiative and asked Jake out on a date.
 Η Σάρα πήρε πρωτοβουλία και ζήτησε στον Τζέικ να βγουν ραντεβού.
initiative n (of [sb]: attitude)πρωτοβουλία ουσ θηλ
 The new hire showed a lot of initiative by going out and asking her coworkers what they did and how everything worked.
 Η νέα υπάλληλος έδειχνε πρωτοβουλία πηγαίνοντας και ρωτώντας τους συναδέλφους της τι έκαναν και πως λειτουργούσαν τα πράγματα.
initiative n (government procedure)πρόταση ουσ θηλ
 The politicians introduced an initiative to reduce government spending in the private sector.
 Οι πολιτικοί ανακοίνωσαν μια πρόταση για να μειωθούν τα κυβερνητικά έξοδα στον ιδιωτικό τομέα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
initiative adj (first)αρχικός επίθ
 The government took some initiative steps to start dealing with the crisis.
initiative n (legislative right)δικαίωμα ουδ ουσ
  πρωτοβουλία ουσ θηλ
 Every legislator is given the initiative to introduce legislation.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
on your own initiative expr (individual decision)με δική μου απόφαση, με δική μου πρωτοβουλία περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
on your own initiative expr (without orders of others)με δική μου απόφαση, με δική μου πρωτοβουλία περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
personal initiative n (individual decision)προσωπική απόφαση ουσ θηλ
take the initiative v expr (be pro-active, be first to act)παίρνω την πρωτοβουλία, αναλαμβάνω την πρωτοβουλία περίφρ
 Normally, Lydia enjoyed booking their family holidays, but sometimes she wished her husband would take the initiative and do it instead.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'initiative' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: launch an initiative to, an initiative to [improve, provide, promote, develop], [a successful, an unsuccessful, a new] initiative to, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση initiative στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «initiative».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!