inherently

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈhɛrəntli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inherently adv (innately)έμφυτα, εγγενώς επίρ
  από τη φύση μου φρ ως επίρ
 Some people argue that Man is inherently wicked.
 Κάποιοι επιχειρηματολογούν ότι ο Άνθρωπος είναι εγγενώς κακός.
inherently adv (by nature)έμφυτα, εγγενώς επίρ
  από τη φύση μου φρ ως επίρ
 I try to get my dog to run but she is inherently lazy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'inherently' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inherently στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inherently».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!