• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: inhaling, inhale

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inhaling n (breathing in)εισπνοή ουσ θηλ
 Passive smoking is the inhaling of smoke from another person's cigarette.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inhale vi (breathe in)εισπνέω ρ αμ
 I feel a pain in my chest when I inhale sharply.
 Νιώθω έναν πόνο στο στήθος όταν εισπνέω απότομα.
inhale [sth] vtr (breathe in) (παίρνω ανάσα)εισπνέω, αναπνέω ρ μ
 Inhale the fresh mountain air and enjoy the view.
 Είσπνευσε (or: ανάπνευσε) τον καθαρό, βουνίσιο αέρα και απόλαυσε την θέα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'inhaling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inhaling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inhaling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!