inducement

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈdjuːsmənt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ɪnˈdusmənt, -ˈdjus-/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(in do̅o̅smənt, -dyo̅o̅s-)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inducement n (incentive)κίνητρο ουσ ουδ
  (λόγιος)δέλεαρ ουσ ουδ
 They were offered inducements to work nights.
 Τους δόθηκαν κίνητρα για να δουλεύουν τις νύχτες.
inducement n (bringing about)πρόκληση ουσ θηλ
 The inducement of labour can be achieved with drugs.
 Η πρόκληση του τοκετού μπορεί να επιτευχθεί με φάρμακα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'inducement' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inducement στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inducement».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!