inconvenient

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɪnkənˈviːniənt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌɪnkənˈvinjənt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(in′kən vēnyənt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inconvenient adj (time)που δεν βολεύει, που δεν είναι βολικός περίφρ
  άβολος επίθ
  (συνήθως στιγμή)που δεν είναι κατάλληλος περίφρ
 Sarah told Tim that she would be happy to go on a date with him, but the time was inconvenient.
 Η Σάρα είπε στον Τιμ ότι θα ήθελε να βγει ραντεβού μαζί του, αλλά δεν βόλευε η ώρα.
inconvenient adj (not convenient)που δεν βολεύει περίφρ
  που ξεβολεύει, που προκαλεί ταλαιπωρία περίφρ
  άβολος επίθ
 The closing of Harry's favorite restaurant was very inconvenient for him.
 Το κλείσιμο του αγαπημένου εστιατορίου του Χάρυ ήταν πολύ άβολο για αυτόν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'inconvenient' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: can be inconvenient at times, is inconvenient in [some, many] ways, was inconvenient for me (to), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inconvenient στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inconvenient».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!