WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in production adj (movie: being filmed)που γυρίζεται έκφρ
 Her latest film was still in production when she became ill.
in production adj ([sth]; being made, manufactured)στη φάση παραγωγής περίφρ
 The latest model is presently in production and will be available early next year.
 New energy-efficient cars, which will help reduce global warming, are now in production.
 Το τελευταίο μοντέλο είναι στη φάση της παραγωγής αυτή τη στιγμή και θα είναι διαθέσιμο στις αρχές του άλλου χρόνου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'in production' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση in production στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «in production».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!